-
Απόσπασμα από συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη στον
Pierre Sipriot, Γαλλική Ραδιοφωνία (Παρίσι), 6 Μαΐου 1955Ο Ν. Καζαντζάκης μιλάει για την Κρήτη
"Δεν βλέπω την Κρήτη σαν ένα πράγμα γραφικό και χαμογελαστό. Αυστηρή είν' η μορφή της. Σκαμμένη από τον αγώνα και τον πόνο. Αυτό το νησί, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, ήταν προορισμένο από τη γεωγραφική του θέση να γίνει η γέφυρα ανάμεσα σ' αυτές τις τρεις ηπείρους. Να γιατί η Κρήτη υπήρξε η πρώτη γη της Ευρώπης που δέχθηκε το φως του πολιτισμού που ήρθε από την ανατολή. Δυο χιλιάδες χρόνια πριν το ελληνικό θαύμα, ανθούσε στην Κρήτη αυτός ο μυστηριώδης πολιτισμός, ο λεγόμενος αιγαιακός, ακόμα βουβός, γεμάτος από ζωή, μεθυσμένος από χρώματα, με φινέτσα και γούστο που ξαφνιάζουν και προκαλούν τον θαυμασμό. Μάταια αντιστεκόμαστε στο ίχνος του παρελθόντος. Υπάρχει μια έκκριση, νομίζω, μια μαγική έκκριση που ακτινοβολεί από τ' αρχαία χώματα που πάλεψαν και υπέφεραν πολύ. Σαν κάτι να έμεινε μετά την εξάφανιση των λαών που αγωνίσθηκαν, έκλαψαν κι αγάπησαν σ' ένα κομμάτι γης.
Αυτή η ακτινοβολία των περασμένων καιρών είναι εξαιρετικά έντονη στην Κρήτη. Σας διαπερνά μόλις πατήσετε την Κρητική γη. Ύστερα ένα άλλο συναίσθημα, πιο συγκεκριμένο, σας καταλαμβάνει. Όποιος γνωρίζει την τραγική ιστορία των τελευταίων αιώνων αυτού του νησιού καθηλώνεται όταν αναλογίζεται το λυσσαλέο αγώνα πάνω σ' αυτή τη γη ανάμεσα στον άνθρωπο που μάχεται για την ελευθερία του και στον καταπιεστή που μαίνεται για να τον συνθλίψει. Οι Κρητικοί αυτοί έχουν τόσο εξοικειωθεί με το θάνατο που δεν τον φοβούνται πια. Υπέφεραν τόσο επί αιώνες, διαπίστωσαν τόσες φορές ότι ο ίδιος ο θάνατος δεν μπορεί να τους καταβάλει, που έφτασαν στη διαπίστωση ότι ο θάνατος είναι απαραίτητος για το θρίαμβο του ιδανικού τους, ότι στην κορυφή της απελπισίας αρχίζει η σωτηρία. Ναι, είναι δύσκολο να τη μασήσεις την αλήθεια. Αλλά οι Κρητικοί, σκληραγωγημένοι από τον αγώνα, λαίμαργοι για ζωή, την καταπίνουν σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό.
«Πώς σου φάνηκε η ζωή, παππού;» ρώτησα μια μέρα ένα γέρο Κρητικό, εκατοχρονίτη, γεμάτο παλιές πληγές, τυφλό. Ζεσταίνονταν στον ήλιο, κουκουβιστός στο κατώφλι της καλύβας του. Ήταν περήφανος στ' αυτιά, όπως λέμε στην Κρήτη. Δεν άκουε καλά. Τού επανέλαβα την ερώτηση: «Πώς σου φάνηκε η μεγάλη σου ζωή, τα εκατό σου χρόνια, παππού;
Σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό» μου απάντησε.
«Και διψάς ακόμα παππού;» Σήκωσε απότομα το χέρι.
«Καταραμένος αυτός που πια δε διψάει» φώναξε.
Αυτοί είναι οι Κρητικοί. Πώς να μη τους κάνω σύμβολο;
"