-
ΓPAMMATA ΠPOΣ ΤΗ ΓΑΛΑΤΕΙΑ
"Δεν έχω καμιάν illusion για την σύγχρονη πραγματικότητα της Ρουσίας" - Η Ιδέα
[...]
Eγώ εδώ υφίσταμαι μιαν εξέλιξη αργή και σίγουρη. Δεν ξέρω, για πρώτη φορα στη ζωή μου ενδιαφέρομαι για τη ράτσα μου ίσα όπως και για όλες τις άλες ράτσες. Mάλιστα αν εξετάσω βαθύτερα, οι πιο εγκάρδιοί μου σημερνοί αντιπρόσωποι του ανθρώπινου γένους είναι οι Pώσοι. Aφτοί μου φαίνονται σήμερα οι φορείς της Θεότητας. Mαθαίνω τόρα ρούσικα και θα προσπαθήσω να πάω στη Poυσία να Σου ετοιμάσω και Σένα τον ερχομό εκεί. Πρέπει να ζήσομε, όσο μπορούμε μέσα στο θείο αφτό, φριχτό και εξαίσιο χάος της Pουσίας. Tα βιβλία που διαβάζω για τη σημερνή κατάσταση σε μερικές επαρχίες της Pουσίας λεν πράματα φρικιαστικά πείνας, αθλιότητας, βίας. Kαι συνάμα μια exaltation αφάνταστη. Ωστόρα το αθρώπινο γένος προσπαθούσε να το σώσει ένας. O ιδρυτής της θρησκείας. Tόρα ένας ολόκληρος λαός ανέλαβε τη θανάσιμη αποστολη. Κι' όλο το μαρτύριο που υφίστατο πάντα ο ένας τόρα χιλιοπλασιάζεται, το υποφέρουν εκατομύρια, ο πόνος θερίζει αρίφνητα σπλάχνα. Δεν έχω καμιάν illusion για τη σύχρονη πραγματικότητα της Ρουσίας. Ξέρω πως οι ίδιοι οι αρχηγοί της δεν έχουνε σαφή ιδέα της εντολής τους, ξέρω πως ο λαός υποφέρει αφάνταστα κι' εδώ γνώρισα το μεγαλύτερο ... σήμερα φιλόσοφο, το Σέστωβ και ένα της συγγραφέα τον Ρεμίζωφ που έφυγαν απ' τη Ρουσία γιατι είσαν αντίθετοι, μην μπορώντας ν' ανεχτούνε τις φοβερές λεπτομέρειες. Μα ξέρω επίσης πως η ιδέα μόνο στο ζεστό κεφάλι του ιδεολόγου είναι ωραία βολεμένη, αγνή, αμόλεφτη, χωρίς αίμα και λάσπη μα κι' εντελώς άγονη, στείρα, περιτή. Εφτύς ως πατήσει το χώμα της γης μας ετούτης, λασπόνεται, αιματόνεται, παραδίνεται σε χιλιάδες άντρες μα και γίνεται μητέρα, πλουτίζει τη ζωή, ανεβάζει λίγο πιο ψηλά την πνοή του Αγωνιζόμενου Θεού. Συχαίνομαι τις ρωμαντικές αντίληψες για την Ιδέα. Η Ιδέα είναι όπως κι ο Θεός μέσα από αφάνταστα εγκλήματα, από ατιμίες και ηλιθιότητες, quand meme προχωρεί αργά με κάματο ανηφορίζοντας την κακοτράχαλη Γής μας. Το χρέος μας είναι: να προσπαθήσομε να βρούμε το ρυθμό της πορείας του κι άμα τόνε βρούμε να προσαρμόζομε, όσο μπορούμε, μαζί του το ρυθμό της μικρής μας, εφήμερης ζωής. Έτσι μόνο κατορθόνομε να εχτελούμε κάτι αιώνιο, εμείς οι θνητοί, γιατί συνεργαζόμαστε με κάπιον Αθάνατο. Έτσι αποχτά επίσης η ζωή μας η πράξη μας κι' η σκέψη ενότητα και χαραχτήρα. Νικούμε τη λεπτομέρεια, νικούμε την ανία, νικούμε τη στενότητα της καρδιάς, νιόθομε πως όλοι οι ανθρωποι κι' οι λαοί κι' ακόμα περσότερο, όλα τα φυτά και τα ζώα συνεργαζόμαστε, ανηφορούμε όλοι μαζί, συνεπαρμένοι από μια μυστηριώδη, αόρατη Πνοή. Που πηγαίνομε; Κανένας δεν ξέρει. Μη ρωτάς, ανέβαινε! Ίσως δεν πάμε πουθενά, ίσως το ποδοκόπι της ζωής κανείς δεν το πληρώνει. Τόσο το καλήτερο! Έτσι νικούμε και τον τελεφταίο, το μεγαλήτερο πειρασμό την Ελπίδα. Πολεμούμε γιατί έτσι θέμε, χωρίς αμοιβή, δεν είμαστε μιστοφόροι. Τραγουδούμε αν και ξέρομε πως δεν υπάρχει αφτί να μας ακούσει, δουλέβομε και δεν υπάρχει αφέντης σα βραδιάσει να μας πλερόσει το μεροκάματο. Είμαστε απελπισμένοι, γαλήνιοι και λέφτεροι. Αφτός είναι ο αληθινός ηρωισμός, ο ανότατος μου φαίνεται άθλος του ανθρώπου.
Αχ! αγαπημένη μου γυναίκα δε λέγεται με τί γλύκα, ησυχία ζω τον καιρό τούτο το ανέλπιδο τούτο όραμα. Δουλέβω το Βούδα, ετοιμάζομαι για τη Ρουσία, δεν ξέρω, ίσως να μπορέσω να ρυθμίσω την ασήμαντη ζωή μου μ' ένα σημαντικό Σκοπό. Ύστερα απ' τον Βούδα, δεν θάθελα πια να γράψω τέχνη. Θάθελα να περάσω την experience της Ρουσίας κι' έπειτα να ρυθμίσω τον τρόπο να διατυπόσω το θρησκεφτικό όραμα που με κατέχει. Θα δούμε.
[...]