Γενήκαμε ευτύς, απότομα, φίλοι· τόσο πολύ διαφέραμε οι δυο μας που μαντέψαμε
μονομιάς πως ο ένας είχε ανάγκη από τον άλλο και πως οι δυο μαζί θ' αποτελούσαμε τον άρτιο άνθρωπο.
Εγώ τραχύς, λιγομίλητος, λαϊκό σκληρό τσόφλι· με ρωτήματα πολλά, με αγωνίες μεταφυσικές, δε με ξεγελούσε η φανταχτερή επιφάνεια,
μάντευα πίσω από τ' ωραίο πρόσωπο το κρανίο· καθόλου αφελής, καμιά βεβαιότητα, δεν είχα γεννηθεί πρίγκιπας, μοχτούσα να γίνω.
Αυτός πρόσχαρος, μεγαλόστομος, σίγουρος· με αρχοντικιά σάρκα, με την απλοϊκιά και δυναμογόνο πίστη πως είναι αθάνατος·
ήταν σίγουρος πως είχε γεννηθεί πρίγκιπας και δεν είχε ανάγκη να πονέσει, να μοχτήσει για να γίνει·
ούτε να λαχταρίσει την κορυφή, αφού βρίσκουνταν, ήταν σίγουρος, στην κορυφή.
Ήταν σίγουρος πως ήταν μοναδικός κι αναντικατάστατος· με κανένα ζωντανό ή πεθαμένο μεγάλο δημιουργό δεν καταδέχουνταν να συγκριθεί·
κι η αφέλεια τούτη του 'δινε πεποίθηση και δύναμη μεγάλη.
[...]
Αργότερα, όταν τον γνώρισα πιο πολύ, του 'πα μια μέρα:
- Η μεγαλη διαφορά μας, Άγγελε, είναι ετούτη: Εσύ πιστεύεις πως βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες·
εγώ πιστεύω πως λύτρωση δεν υπάρχει, και πιστεύοντάς το, λυτρώθηκα.
[...]
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο.
Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, 1982, σσ. 191-192.